- οὐρανόροφος
- οὐραν-όροφος, mit einem Zeltdach überwölbt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ουρανόροφος — οὐρανόροφος, ον (Α) αυτός που έχει θολωτή οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + ὀροφή] … Dictionary of Greek
ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… … Dictionary of Greek